fractional$29790$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

fractional$29790$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Fractional crystallisation; Fractional crystallization (disambiguation); Fractional Crystalization

fractional      
adj. van breuken; wordt gebruikt als breuk; zeer klein
integral part         
  • C]]
FUNCTIONS OF A REAL RETURNING RESPECTIVELY THE LARGEST SMALLER AND THE SMALLEST LARGER INTEGER
Ceiling function; Greatest integer function; Integral part; Integral value; Integer part; Fractional parts; Fractional part of a number; Ceil (programming); Floor (programming); Floor function; Ceil function; Greatest-integer function; Entier function; Entier; Floor(); ⌈; ⌉; Fractional part function; Floor & ceiling functions; Floor and ceiling; Floor ceiling; Ceil (math); Floor (mathematics); Ceil; ⌊; ⌋; ⌊x⌋; ⌈x⌉; Roof function; Floor (function); Floor (command); Ceil (command); Flooring (mathematics); Floor(x); Ceiling(x); Ceil(x)
integraal deel
leased line         
  • upright=1.5
  • upright=1.5
PRIVATE TELECOMMUNICATIONS CIRCUIT
Dedicated circuit; Private circuit; Fractional T1; FT1; International private leased circuit; IPLC; International Private Leased Circuit; Leased lines; Data line
gehuurde lijn, lijn voor het uitwisselen van gegevens op hoge snelheid

Ορισμός

fractional
¦ adjective
1. relating to or expressed as a fraction.
2. small or tiny in amount.
3. Chemistry relating to or denoting the separation of a mixture into fractions.
Derivatives
fractionally adverb

Βικιπαίδεια

Fractional crystallization

Fractional crystallization may refer to:

  • Fractional crystallization (chemistry), a process to separate different solutes from a solution
  • Fractional crystallization (geology), a natural process occurring in igneous rocks during which precipitation of minerals takes place